επικρατίς

επικρατίς
ἐπικρατίς, ἡ (Α)
είδος καλύμματος τής κεφαλής, κεφαλόδεσμος ή, κατ’ άλλη ερμηνεία, μαντήλι, προσόψιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρατίς (< κρας, ποιητ. τ. τού κάρα «κεφάλι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επικρατίδιον — ἐπικρατίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού επικρατίς) (κατά τον Ησύχ.) «στημονικόν κάλυμμα [χωρὶς] τῆς κεφαλῆς» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”